- ανταρτικός
- ανταρτικός, -ή, -ό και αντάρτικος, -η, -ο1. αυτός που έχει σχέση με τους αντάρτες: Οι πρώτες ανταρτικές ομάδες, στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής, παρουσιάστηκαν στα βουνά της Ρούμελης.2. το ουδ. ως ουσ., αντάρτικο το σύνολο των ανταρτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.